κωλοφωτιά

κωλοφωτιά
η
1. πυγολαμπίδα
2. μτφ. πανέξυπνος άνθρωπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κωλοφωτιά — η πυγολαμπίδα, είδος εντόμων που παρουσιάζουν στο πίσω μέρος του σώματός τους ζωηρή φωταύγεια κατά τη νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… …   Dictionary of Greek

  • πυγολαμπίδα — η / πυγολαμπίς ίδος, ΝΜΑ το κολεόπτερο έντομο λαμπυρίς, κν. γνωστό σήμερα και ως κωλοφωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. κυσο λαμπίς] …   Dictionary of Greek

  • πυγολαμπίδα — η (ζωολ.), ομάδα εντόμων κολεοπτέρων, με χαρακτηριστικό την παραγωγή φωτός από εξειδικευμένα φωτοπαραγωγά όργανα, αλλ. λαμπυρίδα, κωλοφωτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”